- φιλόκομος
- -ον, Α(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που αγαπά και περιποιείται πολύ τα μαλλιά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -κομος (< κόμη), πρβλ. ἀκρό-κομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόκομος — fond of one s hair masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκόμους — φιλόκομος fond of one s hair masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκόμων — φιλόκομος fond of one s hair masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek